- ιππηγός
- ἱππηγός, -όν (Α)(για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός («'ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.