ιππηγός

ιππηγός
ἱππηγός, -όν (Α)
(για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός («'ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱππηγός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηγοῖς — ἱππηγός masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηγούς — ἱππηγός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηγῶν — ἱππηγός masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”